βασταχτός

βασταχτός
η , ό
1) годный для переноски, лёгкий; 2) поднятый; приподнятый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βασταχτός" в других словарях:

  • βασταχτός — ή, ό (AM βαστακτός, ή, όν) [βαστάζω] αυτός τον οποίο μεταφέρουν στα χέρια, σηκωτό νεοελλ. φιλάργυρος …   Dictionary of Greek

  • βασταχτός — ή, ό αντιθ. αβάσταχτος αυτός που μπορεί να τον σηκώσει κανείς στα χέρια, να τον βαστάξει: Βασταχτό τον έβαλαν στη θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βασταχτερός — ή, ό [βασταχτός] 1. ανθεκτικός 2. υπομονητικός …   Dictionary of Greek

  • φορητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μεταφέρεται, να μετακομίζεται, ο μετακινητός: Το πολυβόλο είναι φορητό όπλο. 2. αυτός που εύκολα μεταφέρεται, ευκολομετακόμιστος: Αυτή η τηλεόραση είναι φορητή. 3. αυτός που βαστάζεται, που υποβαστάζεται, βασταχτός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»